- αίνυμαι
- αἴνυμαι (Α)(ποιητικό ρηματικό αποθεματικό)1. βάζω χέρι σε κάτι, πιάνω, παίρνω, αφαιρώ2. απολαμβάνω, χαίρομαι να τρώγω κάτι, τρέφομαι με κάτι3. φρ. «πόθος μὲ αἴνυται» μέ καταλαμβάνει πόθος, ποθώ να...4. στη Μυκηναϊκή η λ. μαρτυρείται έμμεσα με το κύριο όνομα Αἰνυμενός*.[ΕΤΥΜΟΛ. Αρχική σημ. τής λ. «αδράχνω, πιάνω, παίρνω» < ΙΕ ρίζα *ai «αδράχνω, πιάνω» (πρβλ. και τοχαρικό ai «δίδω») με πρόσφυμα -νυ- (πρβλ. και σανσκρ. inoti). Με την ίδια ρίζα συνδέονται τα αιτία, αιτώαρχ.αἶσα, δίαιτα (βλ. ιδίως ετυμολ. λ. αἶσα).ΠΑΡ. μυκην. Αἰνυμενός.ΣΥΝΘ. αρχ. ἐξαίνυμαι, ἔξαιτος, συναίνυμαι].
Dictionary of Greek. 2013.